Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη

См. также в других словарях:

  • προσανακλίνω — Α 1. (το ενεργ και το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι 2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι 3. παθ. προσανακλίνομαι μτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»