-
1 προσανακλίνω
A lean against, δένδρεσιν ἑαυτούς, of elephants, Agatharch.55:—[voice] Pass., lean on, τινι D.S.17.41, Paus.10.30.6; of a city,τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη Str.14.1.43
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσανακλίνω
См. также в других словарях:
προσανακλίνω — Α 1. (το ενεργ και το παθ.) (κυρίως για τους ελέφαντες) ακουμπώ σε κάτι 2. μτφ. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι 3. παθ. προσανακλίνομαι μτφ. (για πόλη) βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι («Νῡσα... τῷ ὄρει προσανακεκλιμένη», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + … Dictionary of Greek